υποστρατηγος

υποστρατηγος
    ὑποστράτηγος
    ὑπο-στράτηγος
    (ᾰ) ὅ помощник или заместитель полководца Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποστρατηγος" в других словарях:

  • ὑποστράτηγος — subordinate commander masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστράτηγος — ο / ὑποστράτηγος, ΝΑ [στρατηγός] νεοελλ. στρ. ανώτατος αξιωματικός τού στρατού, με βαθμό ανώτερο από τού ταξιάρχου και κατώτερο από τού αντιστρατήγου αρχ. αξιωματικός υπό τις διαταγές στρατηγού («ὅπου μὲν στρατηγὸς σῶς εἴη τὸν στρατηγὸν… …   Dictionary of Greek

  • υποστράτηγος — ο ανώτατος αξιωματικός του στρατού, αμέσως ανώτερος του ταξίαρχου και αμέσως κατώτερος του αντιστράτηγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποστρατήγοις — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρατήγου — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρατήγους — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρατήγων — ὑποστράτηγος subordinate commander masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστρατήγῳ — ὑποστράτηγος subordinate commander masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστράτηγοι — ὑποστράτηγος subordinate commander masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποστράτηγον — ὑποστράτηγος subordinate commander masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποστρατηγώ — έω, Α [ὑποστράτηγος] υπηρετώ ως υποστράτηγος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»